- σφόν
- σφόςtheirmasc acc sgσφόςtheirneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
isospondylous — adjective see isospondyli * * * isospondylous, a. Ichthyol. (aɪsəʊˈspɒndɪləs) [f. mod.L. Isospondyl us (in pl. yli) (f. iso + Gr. σπόνδυλος, σϕόν vertebra, joint) + ous.] Belonging to, or having the characters of, the Isospondyli, an order of… … Useful english dictionary